- πειρητίζω
- Α(επικ. τ. τού πειράω, -ῶ)1. αποκτώ πείρα, δοκιμάζω, εξετάζω2. (με απρμφ.) προσπαθώ να... («ῥήγνυσθαι μέγα τεῑχος Ἀχαιῶν πειρήτιζον», Ομ. Ιλ.)3. (με γεν.) α) διερευνώ, βολιδοσκοπώ κάποιονβ) αντιπαρατάσσομαι με κάποιον5. φρ. α) «πειρητίζω στίχας ἀνδρῶν» — συγκρούομαι, προσβάλλω τις τάξεις τού εχθρού (Ομ. Ιλ.)β) «πλήκτρῳ πειρητίζω» — δοκιμάζω τις χορδές με πλήκτρο, κρούω τις χορδές με πλήκτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖρα με επιθηματική επαύξηση -ητ- (πρβλ. πασχ-ητ-ιώ, βιν-ητ-ιώ) από ονόματα σε -ητ(ής) και κατάλ. -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.